Ανικανότητα στα ρωσικά

Μετάφραση: ανικανότητα, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
невозможность, нетрудоспособность, несостоятельность, неправоспособность, неплатежеспособность, бессилие, неспособность, импотенция, импотенции, бессилия, импотенцию
Ανικανότητα στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανικανότητα

ανικανότητα εκσπερμάτωσης, ανικανότητα συνώνυμο, δικαιοπρακτική ανικανότητα, ανδρική ανικανότητα, ανικανότητα μεταφραση, ανικανότητα λεξικό γλώσσας ρωσικά, ανικανότητα στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • ανιδιοτέλεια στα ρωσικά - бескорыстие, самоотверженность, самоотверженности, бескорыстность
  • ανιδιοτελής στα ρωσικά - бескорыстный, беззаветный, неэгоистичный, самоотверженный, бескорыстное, самоотверженная, бескорыстная
  • ανιμισμός στα ρωσικά - враждебность, анимизм, Animism
  • ανισότητα στα ρωσικά - неравномерность, несостоятельность, несходство, различие, неспособность, неодинаковость, разница, ...
Τυχαίες λέξεις
Ανικανότητα στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: невозможность, нетрудоспособность, несостоятельность, неправоспособность, неплатежеспособность, бессилие, неспособность, импотенция, импотенции, бессилия, импотенцию