Ανικανότητα στα ουκρανικά
Μετάφραση: ανικανότητα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
неможливість, неплатоспроможність, неспроможність, імпотенція
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανικανότητα
ανικανότητα εκσπερμάτωσης, ανικανότητα συνώνυμο, δικαιοπρακτική ανικανότητα, ανδρική ανικανότητα, ανικανότητα μεταφραση, ανικανότητα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ανικανότητα στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- ανιδιοτέλεια στα ουκρανικά - самовідданість, відданість
- ανιδιοτελής στα ουκρανικά - безкорисливий, самовіддану, самовіддана, самовідданий
- ανιμισμός στα ουκρανικά - спіритуалізм, анімізм, Анимизм
- ανισότητα στα ουκρανικά - неврівноважений, мінливий, нерівність, неравенство
Τυχαίες λέξεις
Ανικανότητα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: неможливість, неплатоспроможність, неспроможність, імпотенція
Μεταφράσεις: неможливість, неплатоспроможність, неспроможність, імпотенція