Ανικανότητα στα τσεχικά
Μετάφραση: ανικανότητα, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
invalidita, impotence, impotenci, bezmocnost, impotencí, nemohoucnost
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανικανότητα
ανικανότητα εκσπερμάτωσης, ανικανότητα συνώνυμο, δικαιοπρακτική ανικανότητα, ανδρική ανικανότητα, ανικανότητα μεταφραση, ανικανότητα λεξικό γλώσσας τσεχικά, ανικανότητα στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- ανιδιοτέλεια στα τσεχικά - nezištnost, nestrannost, nezaujatost, obětavost, nesobeckost, nesobeckosti, obětavosti
- ανιδιοτελής στα τσεχικά - nezištný, nesobecký, nesobecká, nezištná, nesobecké, nezištnou
- ανιμισμός στα τσεχικά - animismus, Animism
- ανισότητα στα τσεχικά - nerovnoměrnost, nepoměr, nerovnost, nestejnost, nerovnosti, nerovností, nerovné, ...
Τυχαίες λέξεις
Ανικανότητα στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: invalidita, impotence, impotenci, bezmocnost, impotencí, nemohoucnost
Μεταφράσεις: invalidita, impotence, impotenci, bezmocnost, impotencí, nemohoucnost