Ανικανότητα στα ρουμανικά
Μετάφραση: ανικανότητα, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
impotență, impotenta, impotentei, impotența, impotenței
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανικανότητα
ανικανότητα εκσπερμάτωσης, ανικανότητα συνώνυμο, δικαιοπρακτική ανικανότητα, ανδρική ανικανότητα, ανικανότητα μεταφραση, ανικανότητα λεξικό γλώσσας ρουμανικά, ανικανότητα στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- ανιδιοτέλεια στα ρουμανικά - altruism, altruismul, altruismului, egoism, abnegație
- ανιδιοτελής στα ρουμανικά - altruistă, altruist, dezinteresat, dezinteresată, altruiste
- ανιμισμός στα ρουμανικά - animism, animismul, animismului
- ανισότητα στα ρουμανικά - inegalitate, inegalitatea, inegalității, inegalităților, a inegalității
Τυχαίες λέξεις
Ανικανότητα στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: impotență, impotenta, impotentei, impotența, impotenței
Μεταφράσεις: impotență, impotenta, impotentei, impotența, impotenței