Ασύγχρονος στα βουλγαρικά
Μετάφραση: ασύγχρονος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
асинхронен, асинхронни, асинхронно, асинхронна, асинхронния
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ασύγχρονος
ασύγχρονος κινητήρας, ασύγχρονος τριφασικός κινητήρας βραχυκυκλωμένου δρομέα, ασύγχρονος τριφασικός κινητήρας, ασύγχρονος απαριθμητής, ασύγχρονος τρόπος μεταφοράς, ασύγχρονος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ασύγχρονος στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- ασχολία στα βουλγαρικά - окупация, професия, занятие, занимание, професиите
- ασωτία στα βουλγαρικά - разточителство, прахосничество, изобилие, щедрост
- ασύλληπτος στα βουλγαρικά - уклончивия, незабелязана
- ασύμμετρος στα βουλγαρικά - несъезмерим, несъответстващ, несъразмерно, недостатъчен, несъответствуващ
Τυχαίες λέξεις
Ασύγχρονος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: асинхронен, асинхронни, асинхронно, асинхронна, асинхронния
Μεταφράσεις: асинхронен, асинхронни, асинхронно, асинхронна, асинхронния