Ασύγχρονος στα ολλανδικά
Μετάφραση: ασύγχρονος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
asynchrone, asynchroon, de asynchrone, van asynchrone
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ασύγχρονος
ασύγχρονος κινητήρας, ασύγχρονος τριφασικός κινητήρας βραχυκυκλωμένου δρομέα, ασύγχρονος τριφασικός κινητήρας, ασύγχρονος απαριθμητής, ασύγχρονος τρόπος μεταφοράς, ασύγχρονος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ασύγχρονος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ασχολία στα ολλανδικά - vervolging, achtervolging, bezetting, bewoning, bezigheid, beroep, bezetting van
- ασωτία στα ολλανδικά - uitspatting, drinkgelag, zwelgpartij, orgie, verkwisting, spilzucht, kwistigheid, ...
- ασύλληπτος στα ολλανδικά - subtiel, spitsvondig, fijn, afgevangen, uncaught
- ασύμμετρος στα ολλανδικά - ongeëvenredigd, onmeetbaar, incommensurate, incommensurabele, verhouding staan
Τυχαίες λέξεις
Ασύγχρονος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: asynchrone, asynchroon, de asynchrone, van asynchrone
Μεταφράσεις: asynchrone, asynchroon, de asynchrone, van asynchrone