Ασύγχρονος στα εσθονικά
Μετάφραση: ασύγχρονος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
asünkroonne, asünkroonse, asünkroonsed, asünkroonset, asünkroonsete
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ασύγχρονος
ασύγχρονος κινητήρας, ασύγχρονος τριφασικός κινητήρας βραχυκυκλωμένου δρομέα, ασύγχρονος τριφασικός κινητήρας, ασύγχρονος απαριθμητής, ασύγχρονος τρόπος μεταφοράς, ασύγχρονος λεξικό γλώσσας εσθονικά, ασύγχρονος στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- ασχολία στα εσθονικά - harrastus, jälitamine, okupatsioon, elukutse, okupatsiooni, kutsealale pääsemisel, amet
- ασωτία στα εσθονικά - liiderlikkus, priiskamine, üliküllus, pillamine, pillavus, raiskavus, raiskamine
- ασύλληπτος στα εσθονικά - tabamatu, hoomamatu, kirjeldamatu, aasta kasutamata
- ασύμμετρος στα εσθονικά - asümmeetriline, ühildamatut, ole võrreldavad
Τυχαίες λέξεις
Ασύγχρονος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: asünkroonne, asünkroonse, asünkroonsed, asünkroonset, asünkroonsete
Μεταφράσεις: asünkroonne, asünkroonse, asünkroonsed, asünkroonset, asünkroonsete