Ασύγχρονος στα τούρκικα

Μετάφραση: ασύγχρονος, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
eşzamanlı olmayan, asenkron, zaman uyumsuz, uyumsuz, eşzamansız
Ασύγχρονος στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ασύγχρονος

ασύγχρονος κινητήρας, ασύγχρονος τριφασικός κινητήρας βραχυκυκλωμένου δρομέα, ασύγχρονος τριφασικός κινητήρας, ασύγχρονος απαριθμητής, ασύγχρονος τρόπος μεταφοράς, ασύγχρονος λεξικό γλώσσας τούρκικα, ασύγχρονος στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • ασχολία στα τούρκικα - takip, işgal, meslek, işgali, iş, mesleği
  • ασωτία στα τούρκικα - sefahat, savurganlık, israf, prodigality, harcamak savurganlıktır, bolluk
  • ασύλληπτος στα τούρκικα - ince, yakalanmamış, yakalanmamış özel, yakalanmayan
  • ασύμμετρος στα τούρκικα - oransız, orantısız, ölçülemez, kusurlu, oran- t
Τυχαίες λέξεις
Ασύγχρονος στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: eşzamanlı olmayan, asenkron, zaman uyumsuz, uyumsuz, eşzamansız