Ασύγχρονος στα ρωσικά
Μετάφραση: ασύγχρονος, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
асинхронный, асинхронного, асинхронные, асинхронной, асинхронная
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ασύγχρονος
ασύγχρονος κινητήρας, ασύγχρονος τριφασικός κινητήρας βραχυκυκλωμένου δρομέα, ασύγχρονος τριφασικός κινητήρας, ασύγχρονος απαριθμητής, ασύγχρονος τρόπος μεταφοράς, ασύγχρονος λεξικό γλώσσας ρωσικά, ασύγχρονος στα ρωσικά
Μεταφράσεις
- ασχολία στα ρωσικά - деятельность, гон, занятие, поиски, стремление, погоня, старание, ...
- ασωτία στα ρωσικά - расточительство, обжорство, мотовство, распущенность, изобилие, разврат, пьянство, ...
- ασύλληπτος στα ρωσικά - неуловимый, неосязаемый, утонченный, уклончивый, изящный, неперехваченное, неперехваченная, ...
- ασύμμετρος στα ρωσικά - несимметрический, несимметричный, несоразмерный, несоразмерная, несоизмеримы, несоизмеримой, несоизмерима
Τυχαίες λέξεις
Ασύγχρονος στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: асинхронный, асинхронного, асинхронные, асинхронной, асинхронная
Μεταφράσεις: асинхронный, асинхронного, асинхронные, асинхронной, асинхронная