Ασύγχρονος στα δανικά
Μετάφραση: ασύγχρονος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
asynkron, asynkrone, asynkront
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ασύγχρονος
ασύγχρονος κινητήρας, ασύγχρονος τριφασικός κινητήρας βραχυκυκλωμένου δρομέα, ασύγχρονος τριφασικός κινητήρας, ασύγχρονος απαριθμητής, ασύγχρονος τρόπος μεταφοράς, ασύγχρονος λεξικό γλώσσας δανικά, ασύγχρονος στα δανικά
Μεταφράσεις
- ασχολία στα δανικά - forfølgelse, jagt, beskæftigelse, erhverv, besættelse, besættelsen, erhvervet
- ασωτία στα δανικά - orgie, udsvævelser, ødselhed
- ασύλληπτος στα δανικά - ikke-fanget
- ασύμμετρος στα δανικά - utilstrækkeligt, usammenlignelig
Τυχαίες λέξεις
Ασύγχρονος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: asynkron, asynkrone, asynkront
Μεταφράσεις: asynkron, asynkrone, asynkront