Ασύγχρονος στα φινλανδικά
Μετάφραση: ασύγχρονος, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
asynkroninen, asynkronisen, asynkronista, asynkroniset, asynkronisia
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ασύγχρονος
ασύγχρονος κινητήρας, ασύγχρονος τριφασικός κινητήρας βραχυκυκλωμένου δρομέα, ασύγχρονος τριφασικός κινητήρας, ασύγχρονος απαριθμητής, ασύγχρονος τρόπος μεταφοράς, ασύγχρονος λεξικό γλώσσας φινλανδικά, ασύγχρονος στα φινλανδικά
Μεταφράσεις
- ασχολία στα φινλανδικά - pyrintö, toiminta, ajojahti, tavoittelu, ajanviete, jahti, ammatti, ...
- ασωτία στα φινλανδικά - irstaus, irstailu, prodigality
- ασύλληπτος στα φινλανδικά - hieno, uncaught
- ασύμμετρος στα φινλανδικά - suhteettomia, suhteettoman suuria, epäsuhteessa, poik- keavaksi
Τυχαίες λέξεις
Ασύγχρονος στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: asynkroninen, asynkronisen, asynkronista, asynkroniset, asynkronisia
Μεταφράσεις: asynkroninen, asynkronisen, asynkronista, asynkroniset, asynkronisia