Ασύγχρονος στα τσεχικά
Μετάφραση: ασύγχρονος, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
asynchronní, asynchronové, asynchronního, asynchronním, asynchronně
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ασύγχρονος
ασύγχρονος κινητήρας, ασύγχρονος τριφασικός κινητήρας βραχυκυκλωμένου δρομέα, ασύγχρονος τριφασικός κινητήρας, ασύγχρονος απαριθμητής, ασύγχρονος τρόπος μεταφοράς, ασύγχρονος λεξικό γλώσσας τσεχικά, ασύγχρονος στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- ασχολία στα τσεχικά - pronásledování, stíhání, povolání, zaměstnání, okupace, obsazenost, obsazení
- ασωτία στα τσεχικά - hýření, prostopášnost, marnotratnost, zhýralost
- ασύλληπτος στα τσεχικά - nepolapitelný, prchavý, vyhýbavý, uncaught, nezachycenou, nezachycené, nezachycená, ...
- ασύμμετρος στα τσεχικά - asymetrický, nesouměrný, neadekvátní, nesouměřitelné
Τυχαίες λέξεις
Ασύγχρονος στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: asynchronní, asynchronové, asynchronního, asynchronním, asynchronně
Μεταφράσεις: asynchronní, asynchronové, asynchronního, asynchronním, asynchronně