Ασύγχρονος στα ουγγρικά

Μετάφραση: ασύγχρονος, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
aszinkron, az aszinkron, aszinkrón, aszinkronmotorokhoz
Ασύγχρονος στα ουγγρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ασύγχρονος

ασύγχρονος κινητήρας, ασύγχρονος τριφασικός κινητήρας βραχυκυκλωμένου δρομέα, ασύγχρονος τριφασικός κινητήρας, ασύγχρονος απαριθμητής, ασύγχρονος τρόπος μεταφοράς, ασύγχρονος λεξικό γλώσσας ουγγρικά, ασύγχρονος στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • ασχολία στα ουγγρικά - megszállás, foglalkozás, szakma, foglalkozása, Foglaltság
  • ασωτία στα ουγγρικά - katonaszöktetés, erkölcsrontás, fecsérlés, tékozlás, bőkezűség, pazarlás
  • ασύλληπτος στα ουγγρικά - nem fogott, el nem kapott
  • ασύμμετρος στα ουγγρικά - aránytalan, nincs arányban
Τυχαίες λέξεις
Ασύγχρονος στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: aszinkron, az aszinkron, aszinkrón, aszinkronmotorokhoz