Ασύγχρονος στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ασύγχρονος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
assíncrono, assíncrona, assíncronas, assíncronos, asynchronous
Ασύγχρονος στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ασύγχρονος

ασύγχρονος κινητήρας, ασύγχρονος τριφασικός κινητήρας βραχυκυκλωμένου δρομέα, ασύγχρονος τριφασικός κινητήρας, ασύγχρονος απαριθμητής, ασύγχρονος τρόπος μεταφοράς, ασύγχρονος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ασύγχρονος στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ασχολία στα πορτογαλικά - acossar, seguir, perseguição, perseguir, ocupação, profissão, a ocupação, ...
  • ασωτία στα πορτογαλικά - orgia, bacanal, prodigalidade, a prodigalidade, prodigality, esbanjamento, perdularismo
  • ασύλληπτος στα πορτογαλικά - fino, arguto, uncaught, não capturada, não detectado, não capturado, não detectada
  • ασύμμετρος στα πορτογαλικά - incomensurável, incomensuráveis, desproporcional, incommensurate, condizent e
Τυχαίες λέξεις
Ασύγχρονος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: assíncrono, assíncrona, assíncronas, assíncronos, asynchronous