Ενοποίηση στα βουλγαρικά
Μετάφραση: ενοποίηση, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
консолидация, консолидиране, консолидацията, консолидирането, укрепване
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενοποίηση
ενοποίηση τραπεζών, ενοποίηση συνώνυμο, ενοποίηση ιταλίας, ενοποίηση επικουρικών ταμείων, ενοποίηση ταμείων, ενοποίηση λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ενοποίηση στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- ενοικιάζομαι στα βουλγαρικά - enoikiazomai
- ενοικιάζω στα βουλγαρικά - наем, под наем, рента, аренда
- ενοποιώ στα βουλγαρικά - унифицира, уеднакви, обедини, унифициране, унифицират
- ενορία στα βουλγαρικά - енория, енорийски, енорията, енорийска, енорийския
Τυχαίες λέξεις
Ενοποίηση στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: консолидация, консолидиране, консолидацията, консолидирането, укрепване
Μεταφράσεις: консолидация, консолидиране, консолидацията, консолидирането, укрепване