Ενοποίηση στα πολωνικά

Μετάφραση: ενοποίηση, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
unifikacja, ujednolicenie, jednoczenie, zjednoczenie, konsolidacja, konsolidacji, konsolidację, konsolidacją, konsolidacyjny
Ενοποίηση στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενοποίηση

ενοποίηση τραπεζών, ενοποίηση συνώνυμο, ενοποίηση ιταλίας, ενοποίηση επικουρικών ταμείων, ενοποίηση ταμείων, ενοποίηση λεξικό γλώσσας πολωνικά, ενοποίηση στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • ενοικιάζομαι στα πολωνικά - pozwolić, zezwalać, dawać, pozwalać, umożliwiać, wynająć, puszczać, ...
  • ενοικιάζω στα πολωνικά - najem, podrzeć, dzierżawa, wynająć, wynajem, czynsz, dzierżawić, ...
  • ενοποιώ στα πολωνικά - ujednolicać, połączyć, scalać, zunifikować, zjednoczyć, jednoczyć, łączyć, ...
  • ενορία στα πολωνικά - gmina, parafia, parafialny, parafii, parafialnym, parafię
Τυχαίες λέξεις
Ενοποίηση στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: unifikacja, ujednolicenie, jednoczenie, zjednoczenie, konsolidacja, konsolidacji, konsolidację, konsolidacją, konsolidacyjny