Ενοποίηση στα ισλανδικά
Μετάφραση: ενοποίηση, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
styrking, samstæðu, sameina, styrkjast, samþjöppun
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενοποίηση
ενοποίηση τραπεζών, ενοποίηση συνώνυμο, ενοποίηση ιταλίας, ενοποίηση επικουρικών ταμείων, ενοποίηση ταμείων, ενοποίηση λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ενοποίηση στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- ενοικιάζομαι στα ισλανδικά - leyfa, láta, enoikiazomai
- ενοικιάζω στα ισλανδικά - húsaleiga, leiga, leigu, Leigan, leigja
- ενοποιώ στα ισλανδικά - sameina, unify, að sameina, sameiningu, að unify
- ενορία στα ισλανδικά - hreppur, Parish, sókn, sóknarprest, söfnuðurinn, sóknin
Τυχαίες λέξεις
Ενοποίηση στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: styrking, samstæðu, sameina, styrkjast, samþjöppun
Μεταφράσεις: styrking, samstæðu, sameina, styrkjast, samþjöppun