Ενοποίηση στα ολλανδικά

Μετάφραση: ενοποίηση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
consolidering, versterking, consolidatie, de consolidatie, consolidatie van
Ενοποίηση στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενοποίηση

ενοποίηση τραπεζών, ενοποίηση συνώνυμο, ενοποίηση ιταλίας, ενοποίηση επικουρικών ταμείων, ενοποίηση ταμείων, ενοποίηση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ενοποίηση στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ενοικιάζομαι στα ολλανδικά - gedogen, veroorloven, toelaten, vergunnen, toestaan, loslaten, laten, ...
  • ενοικιάζω στα ολλανδικά - huren, huur, scheur, pachten, verhuren, huurprijs, te huur, ...
  • ενοποιώ στα ολλανδικά - verenigen, paren, verbinden, aaneenvoegen, samenbrengen, bijeenbrengen, te verenigen, ...
  • ενορία στα ολλανδικά - kerkbuurt, parochie, Parish, Deelgemeente, parochiekerk, de parochie
Τυχαίες λέξεις
Ενοποίηση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: consolidering, versterking, consolidatie, de consolidatie, consolidatie van