Ενοποίηση στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ενοποίηση, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
consolidação, de consolidação, a consolidação, consolidação de, consolidação da
Ενοποίηση στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενοποίηση

ενοποίηση τραπεζών, ενοποίηση συνώνυμο, ενοποίηση ιταλίας, ενοποίηση επικουρικών ταμείων, ενοποίηση ταμείων, ενοποίηση λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ενοποίηση στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ενοικιάζομαι στα πορτογαλικά - aquiescer, largar, deixar, lição, consentir, deixado, permitir, ...
  • ενοικιάζω στα πορτογαλικά - glória, alugar, aluguer, aluguel, renda, arrendar
  • ενοποιώ στα πορτογαλικά - reunir, unificar, farda, unidade, aliar, ligar, unir, ...
  • ενορία στα πορτογαλικά - freguesia, paróquia, freguesia de, paroquial, parish
Τυχαίες λέξεις
Ενοποίηση στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: consolidação, de consolidação, a consolidação, consolidação de, consolidação da