Ενοποίηση στα ουγγρικά
Μετάφραση: ενοποίηση, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
konszolidáció, konszolidációs, konszolidációt, konszolidációja, konszolidációra
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενοποίηση
ενοποίηση τραπεζών, ενοποίηση συνώνυμο, ενοποίηση ιταλίας, ενοποίηση επικουρικών ταμείων, ενοποίηση ταμείων, ενοποίηση λεξικό γλώσσας ουγγρικά, ενοποίηση στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- ενοικιάζομαι στα ουγγρικά - enoikiazomai
- ενοικιάζω στα ουγγρικά - járadék, lakbér, bérlés, kiadó, bérlésre, bérleti, bérleti díj
- ενοποιώ στα ουγγρικά - egységesítse, egységesítése, egyesítse, egyesíteni, egységesíteni
- ενορία στα ουγγρικά - egyházközség, plébánia, Parish, plébániai, plébániatemplom
Τυχαίες λέξεις
Ενοποίηση στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: konszolidáció, konszolidációs, konszolidációt, konszolidációja, konszolidációra
Μεταφράσεις: konszolidáció, konszolidációs, konszolidációt, konszolidációja, konszolidációra