Ενοποίηση στα ισπανικά

Μετάφραση: ενοποίηση, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
unificación, consolidación, la consolidación, de consolidación, consolidación de, la consolidación de
Ενοποίηση στα ισπανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενοποίηση

ενοποίηση τραπεζών, ενοποίηση συνώνυμο, ενοποίηση ιταλίας, ενοποίηση επικουρικών ταμείων, ενοποίηση ταμείων, ενοποίηση λεξικό γλώσσας ισπανικά, ενοποίηση στα ισπανικά

Μεταφράσεις

  • ενοικιάζομαι στα ισπανικά - alquilar, permitir, dejar, tolerar, enoikiazomai
  • ενοικιάζω στα ισπανικά - arrendar, arriendo, alquilar, alquiler, renta, en alquiler, de alquiler
  • ενοποιώ στα ισπανικά - reunir, soldar, anudar, unificar, unir, juntar, unificar a, ...
  • ενορία στα ισπανικά - parroquia, parroquial, la parroquia, parroquia de, de la parroquia
Τυχαίες λέξεις
Ενοποίηση στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: unificación, consolidación, la consolidación, de consolidación, consolidación de, la consolidación de