Ενοποίηση στα δανικά

Μετάφραση: ενοποίηση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
konsolidering, konsolideringen, konsolidering af, konsolidere, en konsolidering
Ενοποίηση στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενοποίηση

ενοποίηση τραπεζών, ενοποίηση συνώνυμο, ενοποίηση ιταλίας, ενοποίηση επικουρικών ταμείων, ενοποίηση ταμείων, ενοποίηση λεξικό γλώσσας δανικά, ενοποίηση στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ενοικιάζομαι στα δανικά - løslade, enoikiazomai
  • ενοικιάζω στα δανικά - leje, husleje, lejen, udlejning, udlejes
  • ενοποιώ στα δανικά - samle, forene, harmonisere, ensrette, at forene
  • ενορία στα δανικά - sogn, Parish, sognet, sognets
Τυχαίες λέξεις
Ενοποίηση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: konsolidering, konsolideringen, konsolidering af, konsolidere, en konsolidering