Ενοποίηση στα εσθονικά

Μετάφραση: ενοποίηση, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tembutamine, ühendamine, ühtlustamine, konsolideerimine, konsolideerimise, konsolideerimist, konsolideerimiseks, konsolideerimisel
Ενοποίηση στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενοποίηση

ενοποίηση τραπεζών, ενοποίηση συνώνυμο, ενοποίηση ιταλίας, ενοποίηση επικουρικών ταμείων, ενοποίηση ταμείων, ενοποίηση λεξικό γλώσσας εσθονικά, ενοποίηση στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • ενοικιάζομαι στα εσθονικά - lubama, laskma, enoikiazomai
  • ενοικιάζω στα εσθονικά - üürima, rent, üür, üüri, rendiks, üürimine
  • ενοποιώ στα εσθονικά - ühendama, ühinema, unifitseerima, ühtlustama, ühtlustada, ühendada
  • ενορία στα εσθονικά - kogudus, vald, kihelkond, vallas, valla, koguduse
Τυχαίες λέξεις
Ενοποίηση στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: tembutamine, ühendamine, ühtlustamine, konsolideerimine, konsolideerimise, konsolideerimist, konsolideerimiseks, konsolideerimisel