Ενοποίηση στα ουκρανικά
Μετάφραση: ενοποίηση, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
об'єднання, поєднання, уніфікація, згуртування, консолідація
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενοποίηση
ενοποίηση τραπεζών, ενοποίηση συνώνυμο, ενοποίηση ιταλίας, ενοποίηση επικουρικών ταμείων, ενοποίηση ταμείων, ενοποίηση λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ενοποίηση στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- ενοικιάζομαι στα ουκρανικά - орендодавці, enoikiazomai
- ενοικιάζω στα ουκρανικά - славетний, відомий, оренда, Аренда, прокат, здам
- ενοποιώ στα ουκρανικά - поєднати, з'єднатися, уніфікувати, поєднувати, об'єднуватися
- ενορία στα ουκρανικά - парафія, прихожани, парафіяни, прихід, парафію, приход
Τυχαίες λέξεις
Ενοποίηση στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: об'єднання, поєднання, уніфікація, згуртування, консолідація
Μεταφράσεις: об'єднання, поєднання, уніфікація, згуртування, консолідація