Ενοποίηση στα λευκορωσικά

Μετάφραση: ενοποίηση, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
кансалідацыя
Ενοποίηση στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενοποίηση

ενοποίηση τραπεζών, ενοποίηση συνώνυμο, ενοποίηση ιταλίας, ενοποίηση επικουρικών ταμείων, ενοποίηση ταμείων, ενοποίηση λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, ενοποίηση στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • ενοικιάζομαι στα λευκορωσικά - enoikiazomai
  • ενοικιάζω στα λευκορωσικά - арэнда, Аренда
  • ενοποιώ στα λευκορωσικά - уніфікаваць, ўніфікаваць
  • ενορία στα λευκορωσικά - прыход, парафія, парафію
Τυχαίες λέξεις
Ενοποίηση στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: кансалідацыя