Ενοποίηση στα σλοβενικά
Μετάφραση: ενοποίηση, Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
konsolidacija, konsolidacije, konsolidacijo, utrjevanje, konsolidaciji
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενοποίηση
ενοποίηση τραπεζών, ενοποίηση συνώνυμο, ενοποίηση ιταλίας, ενοποίηση επικουρικών ταμείων, ενοποίηση ταμείων, ενοποίηση λεξικό γλώσσας σλοβενικά, ενοποίηση στα σλοβενικά
Μεταφράσεις
- ενοικιάζομαι στα σλοβενικά - enoikiazomai
- ενοικιάζω στα σλοβενικά - najeti, nájem, nájemné, rent, najemnina, najem, najemnine, ...
- ενοποιώ στα σλοβενικά - spojit, poenotenje, poenotili, poenotiti, poenoti, poenotijo
- ενορία στα σλοβενικά - farní, fara, župnija, župnijska, župna, župnijsko, župnijo
Τυχαίες λέξεις
Ενοποίηση στα σλοβενικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Μεταφράσεις: konsolidacija, konsolidacije, konsolidacijo, utrjevanje, konsolidaciji
Μεταφράσεις: konsolidacija, konsolidacije, konsolidacijo, utrjevanje, konsolidaciji