Ενοποίηση στα τούρκικα
Μετάφραση: ενοποίηση, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sağlamlaştırma, konsolidasyon, konsolidasyonu, birleştirme, toplulaştırma
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενοποίηση
ενοποίηση τραπεζών, ενοποίηση συνώνυμο, ενοποίηση ιταλίας, ενοποίηση επικουρικών ταμείων, ενοποίηση ταμείων, ενοποίηση λεξικό γλώσσας τούρκικα, ενοποίηση στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- ενοικιάζομαι στα τούρκικα - enoikiazomai
- ενοικιάζω στα τούρκικα - kira, Kiralık, Satılık, KİRALIK, kiralamak
- ενοποιώ στα τούρκικα - birleştirmek, birleşmek, birleştirmeye, birleştirme, birleştirmeyi, birleştirilmesi
- ενορία στα τούρκικα - cemaat, kilise, Parish, bucak, mahalle
Τυχαίες λέξεις
Ενοποίηση στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: sağlamlaştırma, konsolidasyon, konsolidasyonu, birleştirme, toplulaştırma
Μεταφράσεις: sağlamlaştırma, konsolidasyon, konsolidasyonu, birleştirme, toplulaştırma