Ενοποίηση στα ιταλικά

Μετάφραση: ενοποίηση, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
unificazione, consolidamento, di consolidamento, il consolidamento, consolidamento del, risanamento
Ενοποίηση στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενοποίηση

ενοποίηση τραπεζών, ενοποίηση συνώνυμο, ενοποίηση ιταλίας, ενοποίηση επικουρικών ταμείων, ενοποίηση ταμείων, ενοποίηση λεξικό γλώσσας ιταλικά, ενοποίηση στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • ενοικιάζομαι στα ιταλικά - consentire, permettere, affittare, lasciare, enoikiazomai
  • ενοικιάζω στα ιταλικά - appigionare, affittare, noleggiare, affitto, noleggio, in affitto
  • ενοποιώ στα ιταλικά - unire, unirsi, unificare, accoppiare, connettere, congiungere, riunire, ...
  • ενορία στα ιταλικά - parrocchia, parrocchiale, parrocchia di, della parrocchia, pieve
Τυχαίες λέξεις
Ενοποίηση στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: unificazione, consolidamento, di consolidamento, il consolidamento, consolidamento del, risanamento