Ενοποίηση στα τσεχικά

Μετάφραση: ενοποίηση, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
sjednocení, unifikace, konsolidace, konsolidaci, konsolidační, upevnění, upevňování
Ενοποίηση στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενοποίηση

ενοποίηση τραπεζών, ενοποίηση συνώνυμο, ενοποίηση ιταλίας, ενοποίηση επικουρικών ταμείων, ενοποίηση ταμείων, ενοποίηση λεξικό γλώσσας τσεχικά, ενοποίηση στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • ενοικιάζομαι στα τσεχικά - dovolit, pronajmout, nechat, připustit, povolit, pronajímat, nechávat, ...
  • ενοικιάζω στα τσεχικά - najmout, nájemné, nájem, pachtovat, činže, pronajmout, důchod, ...
  • ενοποιώ στα τσεχικά - semknout, sjednotit, slučovat, unifikovat, sloučit, scelit, splynout, ...
  • ενορία στα τσεχικά - farnost, farní, farnosti, farním, fara
Τυχαίες λέξεις
Ενοποίηση στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: sjednocení, unifikace, konsolidace, konsolidaci, konsolidační, upevnění, upevňování