Ενοποίηση στα γερμανικά
Μετάφραση: ενοποίηση, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
vereinheitlichung, Festigung, Zusammenlegung, Vertiefung, Konsolidierung, Konsolidierungs
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενοποίηση
ενοποίηση τραπεζών, ενοποίηση συνώνυμο, ενοποίηση ιταλίας, ενοποίηση επικουρικών ταμείων, ενοποίηση ταμείων, ενοποίηση λεξικό γλώσσας γερμανικά, ενοποίηση στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- ενοικιάζομαι στα γερμανικά - lassen, zulassen, einsetzen, erlauben, gewähren, ermöglichen, vermieten, ...
- ενοικιάζω στα γερμανικά - reißen, zerfleischen, mietpreis, vermieten, pachtzins, wohnungsmiete, pacht, ...
- ενοποιώ στα γερμανικά - vereinigen, vereinheitlichen, zu vereinheitlichen, vereinen
- ενορία στα γερμανικά - kirchgemeinde, pfarrbezirk, kirchenkreis, gemeinde, pfarrgemeinde, Gemeinde, Pfarre, ...
Τυχαίες λέξεις
Ενοποίηση στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: vereinheitlichung, Festigung, Zusammenlegung, Vertiefung, Konsolidierung, Konsolidierungs
Μεταφράσεις: vereinheitlichung, Festigung, Zusammenlegung, Vertiefung, Konsolidierung, Konsolidierungs