Λιποθυμώ στα βουλγαρικά

Μετάφραση: λιποθυμώ, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
припадам, несвяст, припадат, припадък, да припадат
Λιποθυμώ στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λιποθυμώ

λιποθυμία ετυμολογία, λιποθυμώ συνώνυμα, λιποθυμώ λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, λιποθυμώ στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • λιπαντικό στα βουλγαρικά - сало, смазка, грес, мазнини, мазнина, смазки
  • λιπαρός στα βουλγαρικά - мастен, мастни, мастна, на мастни, мастната
  • λιρέτα στα βουλγαρικά - лира, Lira, лирата, лири и
  • λιτός στα βουλγαρικά - пестелив, пестеливи, икономичен, пестелива
Τυχαίες λέξεις
Λιποθυμώ στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: припадам, несвяст, припадат, припадък, да припадат