Λιποθυμώ στα κροατικά
Μετάφραση: λιποθυμώ, Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
κροατικά
Μεταφράσεις:
slab, klonuti, malaksati, onesvijestiti, nesvijest, pasti u nesvijest, nesvjestica
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λιποθυμώ
λιποθυμία ετυμολογία, λιποθυμώ συνώνυμα, λιποθυμώ λεξικό γλώσσας κροατικά, λιποθυμώ στα κροατικά
Μεταφράσεις
- λιπαντικό στα κροατικά - mazivo, mast, podmazati, masti, masnoće, masnoća
- λιπαρός στα κροατικά - masne, masna, masnih, masnog, masni
- λιρέτα στα κροατικά - lira, liri, lire, liri se
- λιτός στα κροατικά - slikovit, čuvaran, štedljiv, mršav, trezvenjak, sažet, jeftin, ...
Τυχαίες λέξεις
Λιποθυμώ στα κροατικά - Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Μεταφράσεις: slab, klonuti, malaksati, onesvijestiti, nesvijest, pasti u nesvijest, nesvjestica
Μεταφράσεις: slab, klonuti, malaksati, onesvijestiti, nesvijest, pasti u nesvijest, nesvjestica