Λιποθυμώ στα λευκορωσικά

Μετάφραση: λιποθυμώ, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прытомнасць, непрытомнасць, обморок, страціў прытомнасць
Λιποθυμώ στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λιποθυμώ

λιποθυμία ετυμολογία, λιποθυμώ συνώνυμα, λιποθυμώ λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, λιποθυμώ στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • λιπαντικό στα λευκορωσικά - змазка, сістэма змазкі, спецыяльныя аксэсуары, змазкі, смазка
  • λιπαρός στα λευκορωσικά - тлушчавай, тлушчавы
  • λιρέτα στα λευκορωσικά - ліра, стэрлінгаў, фунт, ліры
  • λιτός στα λευκορωσικά - ашчадны, эканомны
Τυχαίες λέξεις
Λιποθυμώ στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: прытомнасць, непрытомнасць, обморок, страціў прытомнасць