Λιποθυμώ στα ουκρανικά

Μετάφραση: λιποθυμώ, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
млявий, слабшати, незначний, обморок, непритомність, свідомість
Λιποθυμώ στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λιποθυμώ

λιποθυμία ετυμολογία, λιποθυμώ συνώνυμα, λιποθυμώ λεξικό γλώσσας ουκρανικά, λιποθυμώ στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • λιπαντικό στα ουκρανικά - змазувати, мастити, змазати, незграбний, змастити, змащувати, мастило, ...
  • λιπαρός στα ουκρανικά - ковзкий, масний, слизький, сальний, жирний, жирової, жировий, ...
  • λιρέτα στα ουκρανικά - ліра, поезія, Лира, фунт, Ліри
  • λιτός στα ουκρανικά - стислий, уламок, помірний, небагатослівний, короткий, поміркований, економний, ...
Τυχαίες λέξεις
Λιποθυμώ στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: млявий, слабшати, незначний, обморок, непритомність, свідомість