Λιποθυμώ στα ολλανδικά

Μετάφραση: λιποθυμώ, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
licht, zwak, zwijm, bezwijming, swoon, flauwte, bezwijmen
Λιποθυμώ στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λιποθυμώ

λιποθυμία ετυμολογία, λιποθυμώ συνώνυμα, λιποθυμώ λεξικό γλώσσας ολλανδικά, λιποθυμώ στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • λιπαντικό στα ολλανδικά - smeer, smeren, invetten, vet, vetten, smeervet, vetvrij
  • λιπαρός στα ολλανδικά - vet, vettig, vette, vetzuren, vettige
  • λιρέτα στα ολλανδικά - lira, lire, lires
  • λιτός στα ολλανδικά - nuchter, stemmig, bezadigd, sober, matig, zuinig, spaarzaam, ...
Τυχαίες λέξεις
Λιποθυμώ στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: licht, zwak, zwijm, bezwijming, swoon, flauwte, bezwijmen