Λιποθυμώ στα δανικά
Μετάφραση: λιποθυμώ, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
svag, dåne, Swoon, afmagt, PegZ Dåne, svime
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λιποθυμώ
λιποθυμία ετυμολογία, λιποθυμώ συνώνυμα, λιποθυμώ λεξικό γλώσσας δανικά, λιποθυμώ στα δανικά
Μεταφράσεις
- λιπαντικό στα δανικά - fedt, smørefedt, fedtet, fedtstof
- λιπαρός στα δανικά - fed, fedtet, fede, fedtholdige, fedtsyre, fedtstof
- λιρέτα στα δανικά - lire, lira, TRY, liren
- λιτός στα δανικά - Thrifty, sparsommeligt, sparsommelige, sparsommelig, mådeholdende
Τυχαίες λέξεις
Λιποθυμώ στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: svag, dåne, Swoon, afmagt, PegZ Dåne, svime
Μεταφράσεις: svag, dåne, Swoon, afmagt, PegZ Dåne, svime