Λιποθυμώ στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: λιποθυμώ, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
бесвест, емоција, припадам
Λιποθυμώ στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λιποθυμώ

λιποθυμία ετυμολογία, λιποθυμώ συνώνυμα, λιποθυμώ λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, λιποθυμώ στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • λιπαντικό στα σλαβομακεδονικά - маст, маснотии, маснотија, маснотијата, масти
  • λιπαρός στα σλαβομακεδονικά - масни, масните, мрсна, масна, на масните
  • λιρέτα στα σλαβομακεδονικά - лира, лирата, лири, Lira, фунта
  • λιτός στα σλαβομακεδονικά - пестовен, штедливите, штедливи, економично
Τυχαίες λέξεις
Λιποθυμώ στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: бесвест, емоција, припадам