Λιποθυμώ στα τούρκικα

Μετάφραση: λιποθυμώ, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kuvvetsiz, zayıf, donuk, baygınlık, bayılmak, Swoon, bayılma, baygınlığı, baygınlık geçirmek
Λιποθυμώ στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λιποθυμώ

λιποθυμία ετυμολογία, λιποθυμώ συνώνυμα, λιποθυμώ λεξικό γλώσσας τούρκικα, λιποθυμώ στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • λιπαντικό στα τούρκικα - kir, pislik, gres, yağ, gresi, yağı, gres yağı
  • λιπαρός στα τούρκικα - yağlı, yağ
  • λιρέτα στα τούρκικα - lira, lirası, lirasının, Liras, lirası olarak ifade edilmiştir
  • λιτός στα τούρκικα - tutumlu, Thrifty, tasarruflu, tutumlu bir
Τυχαίες λέξεις
Λιποθυμώ στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: kuvvetsiz, zayıf, donuk, baygınlık, bayılmak, Swoon, bayılma, baygınlığı, baygınlık geçirmek