Λιποθυμώ στα λιθουανικά

Μετάφραση: λιποθυμώ, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
silpnas, apalpti, menkas, alpuliuoti, alpti, alpulys, apalpimas
Λιποθυμώ στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λιποθυμώ

λιποθυμία ετυμολογία, λιποθυμώ συνώνυμα, λιποθυμώ λεξικό γλώσσας λιθουανικά, λιποθυμώ στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • λιπαντικό στα λιθουανικά - tepalas, purvas, riebalų, tepalo, riebalai, riebalus
  • λιπαρός στα λιθουανικά - riebus, riebalinis, riebalų, riebiųjų, riebiosios
  • λιρέτα στα λιθουανικά - lyra, lira, lirų, liros, lyrai
  • λιτός στα λιθουανικά - taupus, ekonomiškas, taupūs, šeimininkiškas, taupi
Τυχαίες λέξεις
Λιποθυμώ στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: silpnas, apalpti, menkas, alpuliuoti, alpti, alpulys, apalpimas