Λιποθυμώ στα τσεχικά

Μετάφραση: λιποθυμώ, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
omdlít, slabošský, nezřetelný, nejasný, zeslábnout, nesmělý, chabý, slabost, mdlý, vyprchat, mdloba, slabý, mdloby
Λιποθυμώ στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λιποθυμώ

λιποθυμία ετυμολογία, λιποθυμώ συνώνυμα, λιποθυμώ λεξικό γλώσσας τσεχικά, λιποθυμώ στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • λιπαντικό στα τσεχικά - mazadlo, kolomaz, mastnota, omastit, mazat, omastek, sádlo, ...
  • λιπαρός στα τσεχικά - mastný, zamaštěný, tučný, mastných, mastné, mastná, mastnou
  • λιρέτα στα τσεχικά - lira, liry, lir, liru, New Lira
  • λιτός στα τσεχικά - hospodárný, lapidární, strohý, skromný, jadrný, zdrženlivý, střídmý, ...
Τυχαίες λέξεις
Λιποθυμώ στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: omdlít, slabošský, nezřetelný, nejasný, zeslábnout, nesmělý, chabý, slabost, mdlý, vyprchat, mdloba, slabý, mdloby