Λιποθυμώ στα ουγγρικά
Μετάφραση: λιποθυμώ, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
aléltság, halovány, ájultság, ájulás, elájul, ájulást, ájulásából, elalélt
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λιποθυμώ
λιποθυμία ετυμολογία, λιποθυμώ συνώνυμα, λιποθυμώ λεξικό γλώσσας ουγγρικά, λιποθυμώ στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- λιπαντικό στα ουγγρικά - síkosító, zsírozó, zsír, zsírt, zsírral, kenőzsír, kenőanyag
- λιπαρός στα ουγγρικά - zsírpecsétes, csúszós, olajfoltos, zsíros, zsírsav, zsírsavak
- λιρέτα στα ουγγρικά - líra, lira, lírát, lírás, lírában
- λιτός στα ουγγρικά - beosztó, takarékos, gazdaságos, takarékosan, takarékosabb
Τυχαίες λέξεις
Λιποθυμώ στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: aléltság, halovány, ájultság, ájulás, elájul, ájulást, ájulásából, elalélt
Μεταφράσεις: aléltság, halovány, ájultság, ájulás, elájul, ájulást, ájulásából, elalélt