Λιποθυμώ στα σουηδικά
Μετάφραση: λιποθυμώ, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
svag, svimma, matt, svimningsanfall, vanmakt, dvala, swoon
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λιποθυμώ
λιποθυμία ετυμολογία, λιποθυμώ συνώνυμα, λιποθυμώ λεξικό γλώσσας σουηδικά, λιποθυμώ στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- λιπαντικό στα σουηδικά - fett, smet, smörja, talg, flott, fettet, smörjfett
- λιπαρός στα σουηδικά - fet, fettsyra, fett, fetts
- λιρέτα στα σουηδικά - lire, lira, liran, lirans
- λιτός στα σουηδικά - avhållsam, tarvlig, återhållsam, sparsam, Thrifty, spar, sparsamma, ...
Τυχαίες λέξεις
Λιποθυμώ στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: svag, svimma, matt, svimningsanfall, vanmakt, dvala, swoon
Μεταφράσεις: svag, svimma, matt, svimningsanfall, vanmakt, dvala, swoon