Λιποθυμώ στα ρουμανικά

Μετάφραση: λιποθυμώ, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
leşin, slab, leșin, lesin, leșina, leșine, sincopă
Λιποθυμώ στα ρουμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λιποθυμώ

λιποθυμία ετυμολογία, λιποθυμώ συνώνυμα, λιποθυμώ λεξικό γλώσσας ρουμανικά, λιποθυμώ στα ρουμανικά

Μεταφράσεις

  • λιπαντικό στα ρουμανικά - lubrifiant, unsoare, murdărie, grăsime, grăsimi, vaselină, de grăsime
  • λιπαρός στα ρουμανικά - gras, grași, grasi, grase, grasă
  • λιρέτα στα ρουμανικά - liră, Lira, lire, de lire
  • λιτός στα ρουμανικά - gospodar, cumpătat, econom, economic, chibzuit
Τυχαίες λέξεις
Λιποθυμώ στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: leşin, slab, leșin, lesin, leșina, leșine, sincopă