Μομφή στα βουλγαρικά
Μετάφραση: μομφή, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
порицание, укор, позор, упрек, присмех, укоряване
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μομφή
μομφή σημαίνει, μομφή βικιπαιδεια, μομφή σημασία, μομφή ορισμός, μομφή συνώνυμο, μομφή λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, μομφή στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- μολύβι στα βουλγαρικά - молив, молива, моливи, молив за
- μολύνω στα βουλγαρικά - зарази, заразят, инфектират, инфектира, да зарази
- μονάδα στα βουλγαρικά - единица, блок, звено, възел, единична
- μονή στα βουλγαρικά - абатство, Abbey, Аби, Манастир, абатството
Τυχαίες λέξεις
Μομφή στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: порицание, укор, позор, упрек, присмех, укоряване
Μεταφράσεις: порицание, укор, позор, упрек, присмех, укоряване