Μομφή στα λευκορωσικά

Μετάφραση: μομφή, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
папрок, дакор, яго папрок, закід
Μομφή στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μομφή

μομφή σημαίνει, μομφή βικιπαιδεια, μομφή σημασία, μομφή ορισμός, μομφή συνώνυμο, μομφή λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, μομφή στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • μολύβι στα λευκορωσικά - аловак, карандаш
  • μολύνω στα λευκορωσικά - заражаць
  • μονάδα στα λευκορωσικά - блок, блёк
  • μονή στα λευκορωσικά - абацтва, абацтва ў, абацтве
Τυχαίες λέξεις
Μομφή στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: папрок, дакор, яго папрок, закід