Μομφή στα ουκρανικά

Μετάφραση: μομφή, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
осуд, огуда, докір, закид
Μομφή στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μομφή

μομφή σημαίνει, μομφή βικιπαιδεια, μομφή σημασία, μομφή ορισμός, μομφή συνώνυμο, μομφή λεξικό γλώσσας ουκρανικά, μομφή στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • μολύβι στα ουκρανικά - китицю, склоріз, китиця, олівець, кисть, пензель, карандаш
  • μολύνω στα ουκρανικά - псувати, оскверняти, піхотинець, заражати, розкладати, заразити, заражатиме
  • μονάδα στα ουκρανικά - секція, корабель, одиниця, з'єднування, клунок, блок, блоку
  • μονή στα ουκρανικά - абатство, монастир, аббатство, абатства
Τυχαίες λέξεις
Μομφή στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: осуд, огуда, докір, закид