Μομφή στα λιθουανικά
Μετάφραση: μομφή, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
priekaištas, priekaištauti, panieką, gėda, tyčiosis
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μομφή
μομφή σημαίνει, μομφή βικιπαιδεια, μομφή σημασία, μομφή ορισμός, μομφή συνώνυμο, μομφή λεξικό γλώσσας λιθουανικά, μομφή στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- μολύβι στα λιθουανικά - pieštukas, pieštuku, pieštukų, pencil, pieštuko
- μολύνω στα λιθουανικά - užkrėsti, užkrečia, infekuoti, infekuoja, užsikrėsti
- μονάδα στα λιθουανικά - vienetas, vieneto, blokas, padalinys, skyrius
- μονή στα λιθουανικά - vienuolynas, abatija, Abbey, vienuolyno, opactwo
Τυχαίες λέξεις
Μομφή στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: priekaištas, priekaištauti, panieką, gėda, tyčiosis
Μεταφράσεις: priekaištas, priekaištauti, panieką, gėda, tyčiosis