Μομφή στα γερμανικά
Μετάφραση: μομφή, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
tadel, verweis, Vorwurf, Tadel, Schmach, Vorwürfe
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μομφή
μομφή σημαίνει, μομφή βικιπαιδεια, μομφή σημασία, μομφή ορισμός, μομφή συνώνυμο, μομφή λεξικό γλώσσας γερμανικά, μομφή στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- μολύβι στα γερμανικά - bleistift, stift, Bleistift, Stift, Pencil
- μολύνω στα γερμανικά - infizieren, anstecken, verseuchen, verunreinigen, zu infizieren, infiziert
- μονάδα στα γερμανικά - einheit, maßeinheit, gerät, aggregat, locker, einfach, gebühreneinheit, ...
- μονή στα γερμανικά - frauenkloster, abtei, nonnenkloster, Abtei, Kloster
Τυχαίες λέξεις
Μομφή στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: tadel, verweis, Vorwurf, Tadel, Schmach, Vorwürfe
Μεταφράσεις: tadel, verweis, Vorwurf, Tadel, Schmach, Vorwürfe