Μομφή στα ουγγρικά

Μετάφραση: μομφή, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szemrehányás, szemrehányást, gyalázatot, gyalázatomat, gyalázat
Μομφή στα ουγγρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μομφή

μομφή σημαίνει, μομφή βικιπαιδεια, μομφή σημασία, μομφή ορισμός, μομφή συνώνυμο, μομφή λεξικό γλώσσας ουγγρικά, μομφή στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • μολύβι στα ουγγρικά - ceruza, ceruzával, ceruzát, pencil
  • μολύνω στα ουγγρικά - megfertőz, megfertőzni, megfertőzheti, megfertőzi, fertőzik
  • μονάδα στα ουγγρικά - gépegység, mértékegység, egységnyi, egység, készülék, egységet, készüléket, ...
  • μονή στα ουγγρικά - apátság, apácazárda, kolostor, apátsági, apátságot, abbey, apátságban
Τυχαίες λέξεις
Μομφή στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: szemrehányás, szemrehányást, gyalázatot, gyalázatomat, gyalázat