Μομφή στα τούρκικα
Μετάφραση: μομφή, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sitem, suçlama, kınama, suçlamak, ayıplamak
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μομφή
μομφή σημαίνει, μομφή βικιπαιδεια, μομφή σημασία, μομφή ορισμός, μομφή συνώνυμο, μομφή λεξικό γλώσσας τούρκικα, μομφή στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- μολύβι στα τούρκικα - galam, kalem, kurşun kalem, pencil, kalemi, kalemle
- μολύνω στα τούρκικα - bulaştırmak, enfekte, bulaşabilir, bulaşan, enfekte eden
- μονάδα στα τούρκικα - birlik, birim, birimi, ünitesi, ünite, cihaz
- μονή στα τούρκικα - manastır, abbey, Sinagog, The Abbey, Manastırı
Τυχαίες λέξεις
Μομφή στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: sitem, suçlama, kınama, suçlamak, ayıplamak
Μεταφράσεις: sitem, suçlama, kınama, suçlamak, ayıplamak